χλεμπάγια

χλεμπάγια
η, Ν
βλ. πλέμπα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλέμπα — και χλέμπα και πλεμπάγια και χλεμπάγια, η, Ν (με σκωπτική σημ.) λαός, όχλος, λαουτζίκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλέμπα < ιταλ. plebe < λατ. plebs, plebis «όχλος», ενώ ο τ. πλεμπάγια < ιταλ. plebaglia. Οι τ. χλέμπα και χλεμπάγια έχουν σχηματιστεί… …   Dictionary of Greek

  • χλεμπάγιας — ο, Ν [χλεμπάγια] 1. άνθρωπος ταπεινής καταγωγής 2. χυδαίος άνθρωπος. χλεμπόνα, η, Ν 1. πολύ ώριμο και κιτρινωπό πεπόνι ή αγγούρι ή κολοκύθι 2. μτφ. (για γυναίκα) χλεμπονιάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλεμόνα < φλεμόνια < πλεμόνα / πλεμόνι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”